- δαν
- I
Βιβλικό πρόσωπο (εβρ. = έκρινε). Το πέμπτο από τα δώδεκα παιδιά του Ιακώβ που γεννήθηκε από την ένωσή του με μια υπηρέτρια της γυναίκας του Ραχήλ.IIΑρχαία φυλή του Ισραήλ. Μετά την απελευθέρωση του ισραηλιτικού λαού από τη δουλεία της Αιγύπτου και την έξοδο από αυτήν ήταν η δεύτερη σε αριθμό, με 60.000 και πλέον ανθρώπους ικανούς να φέρουν όπλα. Σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση, οι άντρες της φυλής αυτής διακρίνονταν για τις πολεμικές αρετές τους, τη δύναμη και το θάρρος τους. Από τη φυλή Δ. καταγόταν και ο Σαμψών, ονομαστός για την ασυνήθιστη δύναμή του. Οι Δανίτες είχαν το ιερό τους στην πόλη Λαϊσά (μετέπειτα και αυτή Δ.), το οποίο είχε ιδρύσει για λογαριασμό τους ο Εφραιμίτης Μιχαίας. Οι θρησκευτικές ιδέες των Δανατών περιείχαν πάντοτε στοιχεία που φανέρωναν την επίδραση των Χανανιτών.* * *δὰν (Α)βλ. δην.
Dictionary of Greek. 2013.