δαν

δαν
I
Βιβλικό πρόσωπο (εβρ. = έκρινε). Το πέμπτο από τα δώδεκα παιδιά του Ιακώβ που γεννήθηκε από την ένωσή του με μια υπηρέτρια της γυναίκας του Ραχήλ.
II
Αρχαία φυλή του Ισραήλ. Μετά την απελευθέρωση του ισραηλιτικού λαού από τη δουλεία της Αιγύπτου και την έξοδο από αυτήν ήταν η δεύτερη σε αριθμό, με 60.000 και πλέον ανθρώπους ικανούς να φέρουν όπλα. Σύμφωνα με τη βιβλική διήγηση, οι άντρες της φυλής αυτής διακρίνονταν για τις πολεμικές αρετές τους, τη δύναμη και το θάρρος τους. Από τη φυλή Δ. καταγόταν και ο Σαμψών, ονομαστός για την ασυνήθιστη δύναμή του. Οι Δανίτες είχαν το ιερό τους στην πόλη Λαϊσά (μετέπειτα και αυτή Δ.), το οποίο είχε ιδρύσει για λογαριασμό τους ο Εφραιμίτης Μιχαίας. Οι θρησκευτικές ιδέες των Δανατών περιείχαν πάντοτε στοιχεία που φανέρωναν την επίδραση των Χανανιτών.
* * *
δὰν (Α)
βλ. δην.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δἄν — ἄν , ἄν 1 he came indeclform (particle) ἄ̱ν , ἄν 2 attic (indeclform conj) ἄν , ἀνά on board poetic indeclform (prep) ἄν , ἐάν if haply contr indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δᾶν — δᾶ by earth indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάν — δά̱ν , δήν doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουτλάνδη — (δαν. Jylland, γερμ. Jutland). Χερσόνησος (περ. 42.000 τ. χλμ.) της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που εκτείνεται προς τα ΒΔ, μεταξύ της Βόρειας θάλασσας στα Δ και του Κατεγάτη και του Μικρού Βέλτη προς τα Α. Το βόρειο τμήμα της, που είναι και το… …   Dictionary of Greek

  • Κοπεγχάγη — (δαν. Kobenhavn). Πόλη (499.148κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δανίας και της ομώνυμης κομητείας (526 τ. χλμ., 615.115 κάτ.). Είναι χτισμένη κατά ένα μέρος στο ανατολικό άκρο του νησιού Σγελάνδη και κατά ένα μέρος στο βόρειο άκρο του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • λαθράδαν — (Α) επίρρ. λάθρα, λαθραία, με τρόπο λαθραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + επιρρμ. κατάλ. δαν (πρβλ. κρυφά δαν)] …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • Dieu — Pour les articles homonymes, voir Dieu (homonymie) …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”